ταχιά

ταχιά
Ν
επίρρ.
1. αύριο πρωί πρωί
2. όπου νά'ναι, σύντομα, σε λίγο («ταχιά θα λογαριαστούμε»)
3. (στον Ερωτόκρ.) γρήγορα («και δώσ' του το ταχιά στο παραθύρι»)
4. φρ. α) «ταχιά ταχιά» — νωρίς αύριο το πρωί
β) «ώς ταχιά» — μέχρι το πρωί
γ) «ταχιά κι αργά»
(στον Ερωτόκρ.) πρωί και βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ταχέα, πληθ. ουδ. τού επίθ. ταχύς (πρβλ. και ταχύ «πρωί»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταχιά — επίρρ. χρον. 1. πρωί, αύριο πολύ πρωί: Κοιμήθηκα νωρίς, ταχιά να ξεκινήσω. 2. γρήγορα: Δωσ μου ταχιά το γράμμα, μη μας δουν. 3. αύριο, όπου να ναι, σύντομα: Ταχιά λογαριαζόμαστε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εναλλαγή — η 1. αμοιβαία διαδοχή, διαδοχική αλλαγή: Εναλλαγή ημέρας και νύχτας. 2. (βιολ.), μεταβολή, αλλαγή: Εναλλαγή της ύλης. 3. (βιολ.), το φαινόμενο που παρατηρείται όταν οργανισμοί (ζωικοί ή φυτικοί) δε μοιάζουν με τους γεννήτορες, αλλά έχουν τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δανεικός — ή και ιά, ό (Μ δανεικός, ή, όν) [δάνειο] αυτός τον οποίο δανείζει ή δανείζεται κάποιος νεοελλ. 1. εκείνος που ανήκει σε άλλον 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δανεικά χρήματα τα οποία έχει δανείσει ή δανειστεί κάποιος 3. επίρρ. δανεικά με δάνειο, με …   Dictionary of Greek

  • κάθε — (Μ κάθε και ιδιωμ. κάθα) (άκλιτη αόριστη αντων.) 1. (με ουσ., με άρθρο ή χωρίς άρθρο) καθένας, έκαστος (α. «κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά του» β. «ο κάθε μαθητής θα γράψει τρεις σελίδες») 2. (με αιτ.) αντί τής προθέσεως ανά («κάθε δύο ώρες» ανά… …   Dictionary of Greek

  • ταχειά — Ν επίρρ. βλ. ταχιά …   Dictionary of Greek

  • ταχυτέρου — Ν επίρρ. 1. πολύ πρωί αύριο, ταχιά 2. φρ. «αργά και ταχυτέρου» πρωί και βράδυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχύτερος, συγκριτ. τού επίθ. ταχύς (πρβλ. και ταχύ «πρωί»)] …   Dictionary of Greek

  • ταχυτερ(ι)νή — η, Ν πρωί, πρωινό, αλλ. ταχινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχιά / ταχύ, αναλογικά προς το επίθ. σημερινός] …   Dictionary of Greek

  • ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • τοδεταχιά — Ν επίρρ. αύριο το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. το δε ταχιά] …   Dictionary of Greek

  • πραματευτής — ο γυρολόγος έμπορος υφασμάτων και άλλων ειδών: Σύρε ταχιά στην Ώρια σπηλιά πραματευτή, με τα ώρια μάτια (Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”